μεγαλοκεφαλία

μεγαλοκεφαλία
Αύξηση των διαστάσεων του κεφαλιού πέρα από σύνηθες, εξαιτίας της ταυτόχρονης αύξησης του κρανίου και του εγκέφαλου. Η μ. είναι άλλοτε φυσιολογική και άλλοτε παθολογική. Διακρίνεται σε μεγαλοκεφαλία και γιγαντοκεφαλία. Για μ. διακρίνονται οι Σκοτσέζοι, οι Βάσκοι οι Ολλανδοί, οι Βαυαροί, πολλοί Αφροαμερικανοί, οι Κινέζοι και οι Μογγόλοι.
* * *
η [μεγαλοκέφαλος]
η μεγακεφαλια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μεγακεφαλία — η η ιδιότητα ορισμένων λαών ή ατόμων να έχουν κεφάλι διαστάσεων μεγαλύτερων τού κανονικού, αλλ. μεγαλοκεφαλία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”